- βούτηγμα
- [вутима] ουσ. о. погружение, обмахивание.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
βούτηγμα — βούτηγμα, το και βούτημα, το 1. το βύθισμα σε υγρό: Το βούτηγμα ψωμιού στη σαλάτα θεωρείται αγένεια. 2. κουλούρι, παξιμάδι ή μπισκότα που τα βουτάμε σε ροφήματα: Χρειαζόμαστε και βουτήγματα για τον καφέ. 3. η λαβή, το άρπαγμα, το πιάσιμο: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούτηγμα — και βούτημα, το [βουτώ] 1. καταβύθιση, εμβάπτιση 2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ. 3. βουτιά, μακροβούτι 4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» η δύση 5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος 6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή 7. ξαφνικό… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
παρακύλισμα — και παρακύλημα, το 1. ναυτ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακυλώ, η διατοίχηση ή διατοιχισμός, κν. μπότζι 2. κύλισμα, βούτηγμα μέσα σε κάτι με περιστροφικές κινήσεις 3. φρ. «παρακυλίσματος κίνηση» ιατρ. συνολική κυματοειδής κίνηση τής… … Dictionary of Greek
πλατσούρισμα — και πλατσάρισμα, το, Ν [πλατσουρίζω] (κυρίως σχετικά με τα μικρά παιδιά) το βούτηγμα και τα παιχνίδια με τα νερά, και κυρίως τα λασπόνερα, το τσαλαβούτημα … Dictionary of Greek
βύθισμα — το 1. η κατάδυση, το βούτηγμα: Το βύθισμα του παιδιού στην κολυμπήθρα είναι απαραίτητο για να γίνει η βάφτιση. 2. (ναυτ. όρος), «βύθισμα πλοίου», το βάθος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο οποίο φτάνει η καρίνα του πλοίου ανάλογα με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)